Η Θεοτόκος. |
Η Εκκλησία αναγνωρίζει στο πρόσωπο της Παναγίας Θεοτόκου εκείνο το κτίσμα, που (μόνο αυτό μέσα σε όλη τη δημιουργία του Θεού, την υλική και την πνευματική) έφτασε στην πληρότητα του σκοπού για τον οποίο υπάρχει η κτίση: στην πληρέστερη δυνατή ενότητα με τον Θεό, στην πληρέστερη πραγματοποίηση των δυνατοτήτων της ζωής. Η συγκατάθεσή της στη σάρκωση του Υιού δεν ήταν μόνο ένας συντονισμός της ανθρώπινης θέλησης με το θέλημα του Θεού, αλλά ένα μοναδικό υπαρκτικό γεγονός αλληλοπεριχώρησης της ζωής του κτιστού και της ζωής του ακτίστου: αξιώθηκε η Παναγία να μετάσχει κατά τη φυσική της ενέργεια (την ενέργεια της θέλησης, αλλά και της μητρότητας) στην κοινή ενέργεια της Θεότητας, δηλαδή στην ίδια τη ζωή του Θεού. Η φυσική της ζωή, το αίμα της, η βιολογική λειτουργία του σώματός της, ταυτίστηκε με τη ζωή της ενεργούμενη στη σαρκωμένη υπόσταση του Θεού Λόγου. Ο Θεός Λόγος έζησε υποστατικά ως μέρος του σώματός της, με τη δική της σάρκα και το αίμα, μέσα στη μήτρα της, έζησε ο Θεός, ταυτίστηκε η δική της φυσική κτιστή ενέργεια με την ενέργεια ζωής του ακτίστου. Και δεν «δάνεισε» απλώς τις βιολογικές της λειτουργίες στο Θεό Λόγο η Θεοτόκος - γιατί δεν «δανείζει» μια μάνα το σώμα της στο παιδί της, αλλά οικοδομεί με τη σάρκα και το αίμα της την ύπαρξη του, όπως συγκροτεί και την «ψυχή» του παιδιού της με τον θηλασμό, το λόγο, το χάδι, τη στοργή της. Η Εκκλησία επιμένει ότι ο Υιός και Λόγος του Θεού δεν προσέλαβε απλώς σάρκα κατά την ενανθρώπησή του, αλλά «σάρκα εμψυχωμένην ψυχή λογική τε και νοερά» , όπως είναι η σάρκα κάθε ανθρώπινου εμβρύου. Ο Χριστός προσέλαβε την ανθρώπινη φύση με το σύνολο των ενεργειών που τη συνιστούν και την εκφράζουν, σωματικών και ψυχικών. Και η συμβολή της Θεοτόκου δε σταματάει στην οικοδομή της σαρκός του Χριστού, αλλά εκτείνεται και σε ό,τι θα μπορούσαμε να ονομάσουμε συγκρότηση της ψυχής του, του ανθρώπινου ψυχισμού του - αφού η μάνα είναι η πηγή και αφορμή για την άρθρωση των πρώτων ψυχικών βιωμάτων , των πρώτων επιγνώσεων, των πρώτων ψελλισμάτων, της προοδευτικής εισόδου του παιδιού στον κόσμο των ονομάτων και των συμβόλων, τον κόσμο των ανθρώπων. Μητέρα του Θεού λοιπόν η Παρθένος Μαρία ταύτισε στην ύπαρξή της τη ζωή του κτιστού με τη ζωή του ακτίστου, ένωσε στη δική της ζωή την κτίση με τον κτίστη της. Έτσι κάθε κτίσμα, η σύμπασα δημιουργία του Θεού, βρίσκει στο Πρόσωπό της την πύλη της «όντως ζωής», την είσοδο προς το πλήρωμα των υπαρκτικών δυνατοτήτων. «Επ΄ αυτή χαίρει πάσα η κτίσις, αγγέλων το σύστημα και ανθρώπων το γένος». Με τη γλώσσα της εκκλησιαστικής ποίησης, κάθε εικόνα συμπεριληπτική της φύσης αποδίδεται στην Παναγία, για να δηλωθεί ακριβώς η συμπαντική ανακαίνιση του κτιστού που συντελέσθηκε στο Πρόσωπό της. Είναι «ουρανός» και «γη αγαθή» και «όρος αλατόμητον» και «πέτρα ποτίζουσα τους διψώντας την ζωήν» και «μήτρα ευθηνούσα» και «άρουρα βλαστάνουσα ιλασμούς». Και η απαράμιλλη «σημαντική» της ορθόδοξης αγιογραφίας μεταφέρει την εικαστική υποτύπωση αυτών των εικόνων άλλοτε στο σχέδιο, και άλλοτε στο χρώμα, είτε βρεφοκρατούσα παριστάνει τη Θεοτόκο και θρόνο της Θεότητας, είτε δεομένη, είτε γλυκοφιλούσα, είτε κεκλιμένη στη Γέννηση του Χριστού ή στην δική της κοίμηση. Είναι η νέα Εύα που συγκεφαλαιώνει τη φύση όχι στην παρά φύσιν αυτονομία και στο θάνατο, αλλά στην υπέρ φύσιν μέθεξιν της Θεότητας και στην πραγματοποίηση της αιώνιας ζωής. Γιατί το δικό της θέλημα αποκαθιστά το υπαρκτικό τέλος ή σκοπό της καθολικής δημιουργίας, δίνει νόημα και ελπίδα στην αποκαραδοκία της κτίσεως. Όταν οι πιστοί ζητούν τις πρεσβείες της Θεοτόκου για τη σωτηρία τους, δε ζητούν κάποιο είδος δικανικής μεσιτείας, αλλά τη συμπερίληψη και της δικής τους ατελέσφορης θέλησης στο δικό της ζωοποιό θέλημα που καταφάσκει τη σωτήρια αγάπη του σαρκωθέντος Θεού. ΧΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ «Αλφαβητάρι της πίστεως» εκδόσεις Δόμος 1984, σελ. 151 (απόσπασμα ). |