Σελίδες
10η
11η
12η 13η

Στο μικρό καφενεδάκι του χωριού ένας γέρος ναυτικός με ρυτιδιασμένο πρόσωπο αγναντεύει το απέραντο γαλάζιο της θάλασσας κι αναστενάζει. Τον πλησιάζω και του πιάνω κουβέντα. Ο γέρος, θέλοντας να χαθεί στις αναμνήσεις, αρχίζει να ξετυλίγει το κουβάρι της ζωής του.
« Η μοίρα με άφησε χωρίς πατέρα σε πολύ μικρή ηλικία. Μοναχογιός και με τρεις αδερφές μικρότερες πίσω μου, έπρεπε να δουλέψω για να βοηθήσω τη χήρα μάνα μου για να τα βγάλει πέρα. Έκανα πολλές δουλειές στο χωριό αλλά καμία δε μου άρεσε. Τη θάλασσα την αγαπούσα από πάντα  και πάντα ήθελα να ταξιδέψω. Μου μπήκε λοιπόν η ιδέα να μπαρκάρω. Όποτε το έλεγα της δόλια μου της μάνας, αυτή αρνιόταν γιατί φο

ράβι κόντευε να το καταπιεί η θάλασσα με τα τεράστια κύματά της, αλλά στο τέλος πάντα τα κατάφερνε.
Κάποια στιγμή κουρασμένος από τα ταξίδια γύρισα στο νησί. Παντρεύτηκα, νόμιζα ότι μπορούσα να ζήσω μακριά από τη θάλασσα. Όμως το σαράκι μ' έτρωγε. Μέσα σ΄ ένα χρόνο ξαναμπάρκαρα. Το πρώτο μου παιδί το γνώρισα όταν ήταν δύο χρονών. 
Δε λέω έχασα πολλά από τη στεριανή μου ζωή. Κέρδισα όμως περισσότερα στη θάλασσα. Τώρα γέρος πια, μη μπορώντας να ταξιδέψω, σαν τα γέρικα καράβια που σαπίζουν σε μια ακροθαλασσιά, το μόνο που μου μένει είναι ν' αγναντεύω τη θάλασσα και να θυμάμαι
…!! »
         
Τσαμπίκος  Ευαγγελίδης
            Μαθητής Ε΄ τάξης

Αλίμονο! !  τι κόσμος είναι αυτός;

Σελίδες
10η
11η
12η 13η